ανεμπτωτος

ανεμπτωτος
    ἀνέμπτωτος
    ἀν-έμπτωτος
    2
    не впадающий
    

ἀ. εἰς λύπας Plat. — не подверженный печали


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ανεμπτωτος" в других словарях:

  • ανέμπτωτος — ἀνέμπτωτος, ον (Α) εκείνος που δεν πέφτει μέσα σε κάτι «ἀνέμπτωτοί ἐσμεν εἰς λύπας». [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + έμπτωτος (< εμπίπτω) «επιρρεπής»] …   Dictionary of Greek

  • ἀνεμπτώτως — ἀνέμπτωτος not falling into adverbial ἀνέμπτωτος not falling into masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέμπτωτον — ἀνέμπτωτος not falling into masc/fem acc sg ἀνέμπτωτος not falling into neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέμπτωτοι — ἀνέμπτωτος not falling into masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»